Το σκαφοειδές είναι ένα από τα μικρά οστά που σχηματίζουν τον καρπό. Βρίσκεται στην πλευρά του αντίχειρα σε άμεση γειτνίαση με την κερκίδα.
Συνήθης μηχανισμός κάκωσης είναι η πτώση πάνω στο τεντωμένο άνω άκρο (χέρι) που βρίσκεται σε έξω στροφή. Οι ασθενείς είναι συχνότερα άνδρες ηλικίας 20 έως 30 ετών. Ο τραυματισμός εμφανίζεται συνήθως σε διάφορες αθλητικές δραστηριότητες όπως το πατινάζ και σε τροχαία ατυχήματα.
Ο πόνος στη βάση του αντίχειρα που επιδεινώνεται κατά τις κινήσεις του καρπού ή του αντίχειρα, μπορεί να αποτελεί και το μοναδικό σύμπτωμα. Αν δεν υπάρχει οίδημα και παραμόρφωση του καρπού μπορεί να διαφύγει της διάγνωσης (συχνότατο) και να εκληφθεί σαν διάστρεμμα του καρπού.
Οι απλές ακτινογραφίες θα αναδείξουν το κάταγμα. Σε ορισμένες περιπτώσεις το κάταγμα του σκαφοειδούς δεν είναι άμεσα ορατό στις απλές ακτινογραφίες. Αν υπάρχει ισχυρή κλινική υποψία για την παρουσία κατάγματος τοποθετείται ένας νάρθηκας ακινητοποίησης και επαναλαμβάνουμε την ακτινογραφία μετά από 7-10 ημέρες, οπότε τίθεται η διάγνωση. Αν υπάρχει δυνατότητα μαγνητικής τομογραφίας αποκαλύπτονται άμεσα ρωγμώδη κατάγματα του σκαφοειδούς πριν φανούν στην απλή ακτινογραφία. Τα οστικά οιδήματα στην περιοχή αναδεικνύονται μόνο με τη μαγνητική.
Η εντόπιση του κατάγματος έχει μεγάλη σημασία για την πρόγνωση. Κατάγματα του περιφερικού άκρου του σκαφοειδούς, προς την μεριά του αντίχειρα, έχουν καλύτερη πρόγνωση σε σχέση με εκείνα της μεσότητας ή του κεντρικού πόλου. Αυτό συμβαίνει λόγω της καλύτερης αιμάτωσης στην περιφέρεια του σκαφοειδούς που ευνοεί την πώρωση.
Η συντηρητική θεραπεία περιλαμβάνει την εφαρμογή κυκλοτερούς γύψου που εκτείνεται κάτω από το ύψος του αγκώνα έως την βάση των δακτύλων και περιλαμβάνει τον αντίχειρα μέχρι την ονυχοφόρο φάλαγγα. Ο απαιτούμενος χρόνος για την πώρωση του κατάγματος ποικίλει ανά περίπτωση από 3 έως 6 μήνες. Ο ασθενής παρακολουθείται αρχικά ανά εβδομάδα με νέα ακτινογραφία για την πρόοδο της πώρωσης και για την κατάσταση του γύψου, ενώ προϊούσας της πώρωσης ο έλεγχος γίνεται ανά δεκαπενθήμερο μέχρι την ολοκλήρωσή της.
Η χειρουργική θεραπεία προτιμάται σε κατάγματα της μεσότητας ή του κεντρικού τμήματος του σκαφοειδούς που έχουν πτωχή πρόγνωση και σε περιπτώσεις σημαντικής παρεκτόπισης. Τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιούμαι μικρές τομές (οπές) για να τοποθετήσουμε βίδες για την συγκράτηση των οστικών τεμαχίων. Υποβοηθητικά μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το αρθροσκόπιο για άμεση όραση του κατάγματος. Σε περιπτώσεις μεγάλης συντριβής είναι δυνατό να χρησιμοποιηθούν οστικά μοσχεύματα για να ενισχύσουμε την πώρωση.
Πιθανές επιπλοκές ενός κατάγματος σκαφοειδούς είναι η ψευδάρθρωση, η ίσχαιμος νέκρωση και η μετατραυματική αρθρίτιδα.
Ο όρος ψευδάρθρωση αναφέρεται στην μη πώρωση του κατάγματος λόγω κακής αιμάτωσης των καταγματικών τεμαχίων. Είναι η συχνότερη επιπλοκή. Αντιμετωπίζεται με επανεπέμβαση και τοποθέτηση οστικών μοσχευμάτων για την ευόδωση της πώρωσης. Στην ίσχαιμο νέκρωση ένα από τα καταγματικά τεμάχια νεκρώνεται λόγω καταστροφής της αιμάτωσής του. Η επανεπέμβαση με τοποθέτηση οστικών μοσχευμάτων κρίνεται και εδώ απαραίτητη. Η μετατραυματική αρθρίτιδα είναι το αποτέλεσμα των δυο παραπάνω επιπλοκών σε περίπτωση που δεν αντιμετωπιστούν έγκαιρα. Ο ασθενής εμφανίζει έντονο πόνο στον καρπό και προοδευτικά μειούμενο εύρος κίνησης. Μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη, ναρθηκοποίηση, τοπικές εγχύσεις κορτιζόνης χρησιμοποιούνται στα αρχικά στάδια. Επί αποτυχίας απαιτείται επανεπέμβαση.