Ο αγκώνας σχηματίζεται από τρία οστά το βραχιόνιο, την κερκίδα και την ωλένη. Το κάτω άκρο του βραχιονίου αποτελεί το κέντρο της άρθρωσης γύρω από το οποίο κινείται το άνω άκρο της κερκίδας που ονομάζεται κεφαλή και το άνω άκρο της ωλένης που καλείται ωλέκρανο.
Το ωλέκρανο είναι άμεσα κάτω από το δέρμα χωρίς να καλύπτεται από μύες ή άλλα μαλακά μόρια και αποτελεί την οστέινη προεξοχή που ψηλαφούμε στην περιοχή του αγκώνα. Τα κατάγματα του ωλεκράνου είναι δυνατό να συμβούν ως αποτέλεσμα άμεσης πλήξης ή έμμεσης βίας μετά από πτώση πάνω στο τεντωμένο άνω άκρο.
Ο ασθενής μπορεί να εμφανίζει έντονο πόνο, αδυναμία κίνησης του αγκώνα, οίδημα ή αιμάτωμα στην περιοχή και μούδιασμα στα δάκτυλα του χεριού. Η κλινική εξέταση μπορεί να αποκαλύψει κριγμό, διαταραχή του σχήματος της άρθρωσης ή έλλειμμα έκτασης του αγκώνα. Απαραίτητο είναι να γίνει ενδελεχής νευραγγειακός έλεγχος του άνω άκρου και εξέταση των γειτονικών αρθρώσεων για συνοδές κακώσεις. Ο απλός ακτινολογικός έλεγχος θα επιβεβαιώσει την διάγνωση. Σε σύνθετα κατάγματα μπορεί να χρειασθεί η συνδρομή της αξονικής τομογραφίας για να αποσαφηνιστεί πλήρως η θέση των καταγματικών τεμαχίων.
Η θεραπεία εξαρτάται από τον τύπο του κατάγματος. Σε απαρεκτόπιστα κατάγματα, μπορεί να εφαρμοσθεί γύψινος νάρθηκας ή κηδεμόνας που θα εξασφαλίσει την απαραίτητη ακινητοποίηση για την επίτευξη της πώρωσης του κατάγματος. Ο ασθενής υποβάλλεται σε τακτικό ακτινολογικό έλεγχο ανά εβδομάδα μέχρι την ολοκλήρωση της πώρωσης. Η συντηρητική θεραπεία μπορεί να οδηγήσει σε περιορισμό της κίνησης λόγω της μακράς ακινητοποίησης, οπότε θα απαιτηθεί εντατικό φυσιοθεραπευτικό πρόγραμμα για την πλήρη αποκατάσταση.
Η χειρουργική αντιμετώπιση επιβάλλεται σε περιπτώσεις παρεκτοπισμένων καταγμάτων καθώς και σε επιπλεγμένα κατάγματα, όπου υπάρχει διάσπαση του δέρματος και επικοινωνία των καταγματικών τεμαχίων με το περιβάλλον. Η επέμβαση γίνεται υπό γενική ή/και περιοχική αναισθησία με τον ασθενή σε πρηνή θέση για την καλύτερη προσπέλαση της περιοχής του αγκώνα. Διανοίγεται τομή στην οπίσθια επιφάνεια του αγκώνα διαμέσου της οποίας προσεγγίζουμε την περιοχή του κατάγματος και τοποθετούμε τα οστικά τεμάχια στην ανατομική τους θέση. Η συγκράτησή τους επιτυγχάνεται με διάφορες μεθόδους, χρήση βιδών, πλακών και βιδών, μεταλλικών βελονών και συρμάτων ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του κατάγματος. Σε περιπτώσεις οστικών ελλειμμάτων δύναται να χρησιμοποιηθούν οστικά μοσχεύματα είτε από τον ίδιο τον άρρωστο είτε συνθετικά.
Επιπλοκές που μπορεί να εμφανισθούν είναι η φλεγμονή όπως σε κάθε χειρουργική επέμβαση, ο τραυματισμός αγγείων ή νεύρων της περιοχής λόγω της γειτνίασης με τα οστά του αγκώνα και η θραύση των υλικών σε περιπτώσεις μη καλής συμμόρφωσης του αρρώστου.
Μετά το χειρουργείο, ο ασθενής φέρει απλή ανάρτηση για το χρονικό διάστημα μέχρι την αφαίρεση των ραμμάτων. Ακολουθεί ένα διάστημα εντατικής φυσικοθεραπείας, για αποκατάσταση του εύρους κίνησης και μυϊκή ενδυνάμωση, που ποικίλει κατά περίπτωση και κυμαίνεται από 6-12 εβδομάδες. Υπολειπόμενο σημαντικό έλλειμμα έκτασης που δυσχεραίνει την καθημερινότητα είναι σπάνιο να υπάρξει, ωστόσο αν εμφανισθεί απαιτείται επανεπέμβαση.