Ο καρπιαίος σωλήνας είναι ένα στενό κανάλι στην παλαμιαία επιφάνεια του καρπού. Το έδαφος και τα πλάγια τοιχώματά του σχηματίζονται από τα οστάρια του καρπού ενώ η οροφή, καλύπτεται από μια ταινία μαλακού ιστού που καλείται εγκάρσιος σύνδεσμος του καρπού. Ο καρπιαίος σωλήνας φιλοξενεί το μέσο νεύρο και τους 9 καμπτήρες τένοντες των δακτύλων κατά την πορεία τους από το αντιβράχιο προς την άκρα χείρα. Το μέσο νεύρο παρέχει αισθητική νεύρωση στην παλαμιαία επιφάνεια των 3 και ½ δακτύλων του χεριού (αντίχειρα, δείκτη, μέσου και της έξω επιφάνειας του παράμεσου) και κινητικότητα στους μυς που κινούν τον αντίχειρα. Οι καμπτήρες τένοντες προκαλούν την κάμψη των δακτύλων κατά την σύσπασή τους.
Το σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα προκαλείται από πίεση του μέσου νεύρου. Οι τένοντες καλύπτονται από ένα υμένα που τους λειαίνει και κάνει ευκολότερη την κίνησή τους κατά την κάμψη των δακτύλων. Το οίδημα (πρήξιμο) αυτού του υμένα ελαχιστοποιεί τον ελεύθερο χώρο γύρω από το μέσο νεύρο και προκαλεί πίεση και διαταραχή της λειτουργίας του. Πολλές αιτίες μπορεί να οδηγήσουν στην ανάπτυξη του συνδρόμου :
- Η κληρονομικότητα είναι ο πιο σημαντικός παράγοντας. Ο καρπιαίος σωλήνας είναι μικρότερος σε κάποιους ανθρώπους και το χαρακτηριστικό αυτό μπορεί να μεταφέρεται από γενιά σε γενιά.
- Η υπερχρησία του χεριού παίζει επίσης σημαντικό ρόλο
- Ορμονικές αλλαγές που συνοδεύουν την εγκυμοσύνη
- Κατάγματα του κάτω πέρατος της κερκίδας που πωρώνονται σε πλημμελή θέση.
- Ασθένειες όπως ο διαβήτης, η ρευματοειδής αρθρίτιδα και οι διαταραχές του θυρεοειδούς αδένα συνδέονται με υψηλότερα ποσοστά εμφάνισης του συνδρόμου.
Οι περισσότεροι ασθενείς εμφανίζουν αιμωδίες και πόνο στο χέρι στην περιοχή που νευρώνεται από το μέσο νεύρο. Ο πόνος είναι δυνατό να επεκτείνεται στο αντιβράχιο ή στον ώμο. Τα συμπτώματα μπορεί να εμφανίζονται εντονότερα κατά την διάρκεια της νύκτας και να αφυπνίζουν τον άρρωστο, λόγω της θέσης των καρπών στην διάρκεια του ύπνου. Την ημέρα τα συμπτώματα αναπαράγονται όταν εκτελούνται κινήσεις που απαιτούν κάμψη του καρπού όπως το κράτημα του τηλεφώνου, το διάβασμα και η οδήγηση. Το τίναγμα ή κίνηση των χεριών προκαλεί υποχώρηση των συμπτωμάτων. Σε προχωρημένα στάδια του συνδρόμου είναι δυνατό να εμφανισθεί ένα αίσθημα αδυναμίας κατά την εκτέλεση λεπτών κινήσεων όπως το κούμπωμα ενός κουμπιού. Αργότερα αντικείμενα μπορεί να πέφτουν από τα χέρια και σε πολύ προχωρημένες περιπτώσεις να εμφανισθεί ατροφία στους μυς γύρω από τον αντίχειρα.
Το ιστορικό, η κλινική εξέταση και οι εργαστηριακές εξετάσεις θα βοηθήσουν στην διάγνωση του συνδρόμου. Κατά την κλινική εξέταση αναζητούμε μυϊκή ατροφία γύρω από τον αντίχειρα, ενώ προσπαθούμε να αναπαράγουμε τα συμπτώματα με διάφορες κλινικές δοκιμασίες όπως το phalen test κατά το οποίο κρατούμε τον καρπό σε κάμψη για ένα λεπτό και περιμένουμε να εμφανισθούν αιμωδίες και πόνος στο χέρι. Ανάλογα η πίεση ή πλήξη πάνω από το μέσο νεύρο μπορεί να πυροδοτήσει τα συμπτώματα του ασθενούς. Ο ηλεκτροφυσιολογικός έλεγχος (ηλεκτρομυογράφημα) θα αποτυπώσει την λειτουργία του μέσου νεύρου και θα βοηθήσει στην διάγνωση.
Όταν η διάγνωση γίνει πρώιμα η συντηρητική θεραπεία μπορεί να προσφέρει ανακούφιση από τα συμπτώματα. Η χρησιμοποίηση ενός κηδεμόνα του εμπορίου στην διάρκεια της νύκτας διατηρεί τον καρπό σε ουδέτερη θέση και εμποδίζει στην εμφάνιση των συμπτωμάτων. Ο κηδεμόνας μπορεί να φορεθεί και κατά την διάρκεια δραστηριοτήτων που συνδέονται με εμφάνιση πόνου και αιμωδιών. Η χορήγηση μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών για βραχύ χρονικό διάστημα είναι δυνατό να ανακουφίσουν από τα συμπτώματα. Η τροποποίηση των καθημερινών δραστηριοτήτων που επιδεινώνουν τα συμπτώματα βοηθά επίσης. Προσωρινή ανακούφιση των συμπτωμάτων μπορεί να προσφέρει η έγχυση κορτικοειδών εντός του καρπιαίου σωλήνα.
Η χειρουργική θεραπεία αποφασίζεται σε περιπτώσεις με σοβαρή συμπτωματολογία που η συντηρητική θεραπεία είναι απίθανο να βοηθήσει, σε περιπτώσεις με εγκατεστημένη μυϊκή αδυναμία για να εμποδιστεί ανεπανόρθωτη βλάβη ή επί αποτυχίας των συντηρητικών μέτρων. Η επέμβαση γίνεται υπό τοπική αναισθησία και ο ασθενής εξέρχεται από την κλινική λίγα λεπτά μετά το χειρουργείο. Μια μικρή τομή 2 εκατοστών περίπου γίνεται στην παλαμιαία επιφάνεια του καρπού και διανοίγεται ο εγκάρσιος σύνδεσμος στην οροφή του καρπιαίου σωλήνα. Μ αυτό τον τρόπο αυξάνει ο χώρος εντός του σωλήνα και αποσυμπιέζεται το μέσο νεύρο. Αμέσως μετά την επέμβαση εφαρμόζεται ελαστική επίδεση και το χέρι τοποθετείται σε ανάρτηση για την αποφυγή του οιδήματος για το πρώτο 24ωρο, ενώ ο άρρωστος ενθαρρύνεται να κινεί τα δάκτυλα όσο μπορεί περισσότερο. Τα ράμματα αφαιρούνται δέκα ημέρες μετά το χειρουργείο.
Ο ασθενής επιστρέφει σταδιακά στις καθημερινές του δραστηριότητες ενώ η επιστροφή σε αθλητική ή απαιτητική δραστηριότητα τοποθετείται στους 2-3 μήνες μετά το χειρουργείο. Ωστόσο σε ασθενείς με χρόνιο σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα και σημαντική μυϊκή αδυναμία ή σοβαρές αισθητικές διαταραχές, τα συμπτώματα υποχωρούν με αργό ρυθμό και μπορεί να μην είναι πλήρης η αποκατάσταση. Πολύ μικρό ποσοστό περιπτώσεων υποτροπιάζουν και απαιτούν επανεπέμβαση.
Τα τελευταία χρόνια αρχίζει να κερδίζει έδαφος η αρθροσκοπική αποκατάσταση του συνδρόμου. Κατά αυτή, μια μικρή οπή περίπου ενός εκατοστού διανοίγεται στον καρπό διαμέσου της οποίας εισέρχεται κάμερα και τα κατάλληλα εργαλεία για την διατομή του εγκάρσιου συνδέσμου. Η μέθοδος είναι μικρότερης παρεμβατικότητας, ωστόσο οι υπάρχουσες συγκριτικές μελέτες σε σχέση με την κλασσική ανοικτή μέθοδο δεν παρουσιάζουν υπεροχή της μίας ή της άλλης.