Η κερκίδα είναι το μεγαλύτερο από τα οστά του αντιβραχίου που εκτείνεται από τον αγκώνα μέχρι τον καρπό. Τα κατάγματα του περιφερικού άκρου της κερκίδας αφορούν στη περιοχή του καρπού, συνήθως 2–2,5 εκατοστά από την απόληξή της. Συνήθως, προκαλούνται ύστερα από πτώση του ασθενούς από το ύψος του πάνω στο τεντωμένο άνω άκρο. Η οστεοπόρωση, εάν συνυπάρχει σε ασθενείς άνω των 60 ετών, θεωρείται επιβαρυντικός παράγων. Σε μικρότερες ηλικίες συναντώνται σε κακώσεις υψηλής ενέργειας όπως τροχαία ατυχήματα ή πτώσεις από ποδήλατο.
Τα κατάγματα του κάτω πέρατος της κερκίδας διακρίνονται σε:
- Ενδαρθρικά, που επεκτείνονται εντός της άρθρωσης του καρπού
- Εξωαρθρικά, που δεν εμφανίζουν διαταραχή της ανατομίας της άρθρωσης
- Συντριπτικά, με μεγάλη καταστροφή της αρχιτεκτονικής τους και
- Ανοικτά, όταν παρουσιάζουν διακοπή της συνέχειας του δέρματος και επικοινωνία με το περιβάλλον
Από τα πιο συνηθισμένα κατάγματα του περιφερικού άκρου της κερκίδας είναι το κάταγμα Colles. Περιγράφηκε για πρώτη φορά το 1814, από ένα Ιρλανδό ορθοπαιδικό τον Abraham Colles. Πρόκειται για εξωαρθρικό κάταγμα στο οποίο το περιφερικό καταγματικό τμήμα της κερκίδας ανασηκώνεται προς τα επάνω δημιουργώντας παραμόρφωση στο οστό που μοιάζει με τη ράχη του πιρουνιού.
Οι ασθενείς εμφανίζουν άμεσα έντονο πόνο, οίδημα (πρήξιμο) με αιμάτωμα, αδυναμία κίνησης του καρπού και σε πολλές περιπτώσεις παραμόρφωση του σχήματός του.
Η διάγνωση επιβεβαιώνεται με απλές ακτινογραφίες της πηχεοκαρπικής που θα αναδείξουν τον τύπο του κατάγματος και το βαθμό της παρεκτόπισης αν υπάρχει. Απαραίτητος ο νευραγγειακός έλεγχος του χεριού για τυχόν διαταραχή της αιμάτωσης και της αισθητικότητας.
Η επιλογή της εξαρτάται από πολλούς παράγοντες όπως η μορφολογία του κατάγματος, η ηλικία του ασθενούς και το επίπεδο δραστηριότητας του.
Βασικός στόχος είναι η διατήρηση των οστικών τεμαχίων σε ανατομική θέση σ όλη τη διάρκεια της πώρωσης του κατάγματος.
Αν τα καταγματικά τεμάχια δεν είναι ευθυγραμμισμένα χρειάζεται να γίνει επανατοποθέτηση τους σε ανατομική, κατά το δυνατό, θέση. Αυτό επιτυγχάνεται με χειρισμούς υπό τοπική αναισθησία ή μέθη και καλείται κλειστή ανάταξη του κατάγματος.
Μετά την ανάταξη μπορεί να χρειασθεί να τοποθετηθεί νάρθηκας, μια λωρίδα γύψου δηλαδή, στην ραχιαία επιφάνεια του καρπού για λίγες ημέρες μέχρι την υποχώρηση του οιδήματος. Ακολουθεί η εφαρμογή κυκλοτερούς, κλειστού γύψου από την μεσότητα της άκρας χειρός έως το ύψος του αγκώνα. Σε περαιτέρω υποχώρηση του οιδήματος δυνατό να χαλαρώσει ο γύψος και να απαιτηθεί αλλαγή του. Ο ασθενής παρακολουθείται κάθε εβδομάδα με νέες ακτινογραφίες για την πρόοδο της πώρωσης του κατάγματος και ελέγχεται η κατάσταση του γύψου. Αν όλα πάνε καλά ο γύψος αφαιρείται μετά από 5 εβδομάδες.
Σε περιπτώσεις που η παρεκτόπιση των καταγματικών τεμαχίων δεν επιτρέπει την επανεπίτευξη της ανατομίας με κλειστή ανάταξη ή σε περιπτώσεις που ο γύψος δεν δύναται να συγκρατήσει την ανατομική επαλληλία, απαιτείται χειρουργική επέμβαση.
Ανάλογα με την μορφολογία του κατάγματος διάφορες τεχνικές μπορούν να χρησιμοποιηθούν: μεταλλικές καρφίδες, πλάκες και βίδες, συστήματα εξωτερικής οστεοσύνθεσης (ένα εξωτερικό μεταλλικό πλαίσιο που συγκρατεί τα οστά στην επιθυμητή θέση μέχρι να πωρωθούν) ή συνδυασμός αυτών. Σε ανοικτά κατάγματα η χειρουργική επέμβαση πρέπει να γίνει μέσα σε 8 ώρες. Εδώ αν υπάρχει σημαντική καταστροφή των μαλακών μορίων του χεριού ένα σύστημα εξωτερικής οστεοσύνθεσης τοποθετείται προσωρινά για να αντικατασταθεί στην συνέχεια από πλάκες και βίδες (εσωτερική οστεοσύνθεση).
Οι φυσικοθεραπείες ξεκινούν, μετά την αφαίρεση του γύψου ή την αφαίρεση των ραμμάτων σε περίπτωση χειρουργείου, για την επίτευξη πλήρους εύρους κίνησης και την αποκατάσταση της λειτουργικότητας του χεριού.
Οι περισσότεροι ασθενείς επιστρέφουν στις καθημερινές τους δραστηριότητες 1 έως 2 μήνες μετά την αφαίρεση του γύψου ή το χειρουργείο. Ενώ η επιστροφή σε αθλητικές δραστηριότητες απαιτεί 3 έως 6 μήνες.
Μελέτες που αξιολόγησαν την λειτουργικότητα της πηχεοκαρπικής ασθενών με ενδαρθρικό κάταγμα κάτω πέρατος κερκίδας έδειξαν, ότι ασθενείς με κατάγματα πωρωθέντα με ραχιαία γωνίωση μεγαλύτερη των 12 μοιρών, είχαν χειρότερα λειτουργικά αποτελέσματα σε σχέση με εκείνους που είχαν ραχιαία γωνίωση μικρότερη των 10 μοιρών. Μάλιστα φαίνεται ότι όταν το κάταγμα πωρώνεται με βράχυνση της κερκίδας υπάρχει αύξηση των πιέσεων στην κερκιδοκαρπική άρθρωση ενώ όταν πωρώνεται με αυξημένη ραχιαία γωνίωση παρατηρείται αυξημένη πίεση ραχιαία και ωλένια και ο συνδυασμός των παραμορφώσεων προκαλεί διαταραχή στον άξονα πρηνισμού – υπτιασμού. Απώλεια της επαλληλίας της αρθρικής επιφάνειας της κερκίδας ακόμη και 1 mm έχει σαν αποτέλεσμα δυσκαμψία και πόνο κατά την κίνηση της πηχεοκαρπικής.
Στο Arhthro-Athens έχει καταγραφεί ακόμα μία μοναδικότητα, αφού από αυτό τοποθετήθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα, σε ασθενή με συντριπτικό κάταγμα κάτω τριτημορίου κερκίδος, η καινοτόμα πλάκα τιτανίου DRP της εταιρείας Zimmer.